θαυματουργώ
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
Greek Monolingual
και θαματουργώ (AM θαυματουργῶ, -έω) θαυματουργός
κάνω θαύματα
νεοελλ.
1. έχω άριστα αποτελέσματα, έχω εξαιρετικές επιτυχίες
2. δημιουργώ σκάνδαλα («αυτός όπου πάει θαυματουργεί»)
αρχ.
1. (πληθ. ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τά τεθαυματουργημένα
οι γοητείες, τα τεχνάσματα θαυματοποιού, τα υπέροχα φαινόμενα
2. φρ. (για τον Ξέρξη) «τὰ περίγεια θαυματουργῶ» — κάνω τεχνάσματα.