θαυματουργώ
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
Greek Monolingual
και θαματουργώ (AM θαυματουργῶ, -έω) θαυματουργός
κάνω θαύματα
νεοελλ.
1. έχω άριστα αποτελέσματα, έχω εξαιρετικές επιτυχίες
2. δημιουργώ σκάνδαλα («αυτός όπου πάει θαυματουργεί»)
αρχ.
1. (πληθ. ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τά τεθαυματουργημένα
οι γοητείες, τα τεχνάσματα θαυματοποιού, τα υπέροχα φαινόμενα
2. φρ. (για τον Ξέρξη) «τὰ περίγεια θαυματουργῶ» — κάνω τεχνάσματα.