ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
θεμερῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμα («θεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βοώπις, γλαυκώπις].