θολότης

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

η (Μ θολότης) θολός, η ιδιότητα του θολού, η έλλειψη διαύγειας.

Greek (Liddell-Scott)

θολότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Θεοφ. Κεραμ. σ. 981, ἔκδ. Mi.