θολότης

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

η (Μ θολότης) θολός, η ιδιότητα του θολού, η έλλειψη διαύγειας.

Greek (Liddell-Scott)

θολότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Θεοφ. Κεραμ. σ. 981, ἔκδ. Mi.