θρονούμαι

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

θρονοῦμαι, -όομαι (Α) θρόνος
εγκαθίοταμαι στον θρόνο, ενθρονίζομαι.