θυμόμελι

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

το
φρ. (φαρμ.) «θυμόμελι σκίλλης» — φαρμακευτικό παρασκεύασμα από μέλι που περιέχει εκχύλισμα θύμου του ερπύλλου και σκίλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + μέλι.