θυμόμελι

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

το
φρ. (φαρμ.) «θυμόμελι σκίλλης» — φαρμακευτικό παρασκεύασμα από μέλι που περιέχει εκχύλισμα θύμου του ερπύλλου και σκίλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + μέλι.