θυρόπλοιο

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

το
ναυτ. ειδική πλωτή θύρα με την οποία κλείνεται η μόνιμη δεξαμενή που χρησιμεύει για τον καθαρισμό και την επισκευή τών υφάλων του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + πλοίο].