ιδρώτα

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἱδρωτα, ἡ (Μ)
ο ιδρώτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ιδρώτας, με αλλαγή γένους].