γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἱδρωτα, ἡ (Μ)ο ιδρώτας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ιδρώτας, με αλλαγή γένους].