ιερακοειδής

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἱερακοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με γεράκι, ο ιερακώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -ειδής].