τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
η (Α ἱεροδουλία και ἱεροδουλεία) ιερόδουλοςνεοελλ.πορνείααρχ.1. το να ανήκει κάποιος στην υπηρεσία του ναού2. το σύνολο τών ιεροδούλων.