Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιεροδουλία

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

η (Α ἱεροδουλία και ἱεροδουλεία) ιερόδουλος
νεοελλ.
πορνεία
αρχ.
1. το να ανήκει κάποιος στην υπηρεσία του ναού
2. το σύνολο τών ιεροδούλων.