ιεροδουλία

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

η (Α ἱεροδουλία και ἱεροδουλεία) ιερόδουλος
νεοελλ.
πορνεία
αρχ.
1. το να ανήκει κάποιος στην υπηρεσία του ναού
2. το σύνολο τών ιεροδούλων.