ιθύθριξ

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἰθύθριξ, -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ίσιες τρίχες, ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + θριξ «τρίχα»].