μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἰθύθριξ, -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που έχει ίσιες τρίχες, ίσια μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + θριξ «τρίχα»].