Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
ἰκμαλέος, -α, -ον (Α)
1. υγρός, νοτερός
2. (για το ήπαρ) αυτός που είναι γεμάτος υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς + επίθημα -αλέος (πρβλ. βραγχαλέος, διψαλέος)].