ιμερόνους

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

ἱμερόνους, -ουν (Α)
αυτός που έχει γλυκό, αξιαγάπητο χαρακτήρα.