πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
ἱμερόφωνος, -ον (Α)αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύφωνος, πολύφωνος].