ινοβλάστη

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual


(ανατ. -φυσιολ.) κύτταρο του συνδετικού ιστού που παράγει τα ινώδη στοιχεία του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibroblast < fibro- < fiber «ίνα» + -blast (πρβλ. -βλαστη < βλαστός)].