ιξίνη

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

ἰξίνη, ἡ (Α) ιξός
το φυτό ατρακτυλίς η κομμιοφόρος.