ιξός

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

και οξός, ο (ΑΜ ἰξός)
1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ
2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
κοινή ονομασία ορισμένων φυτών που παράγουν κολλώδη ουσία
μσν.
παγίδα, δόλωμα
αρχ.
1. κάθε κολλώδης ουσία
2. το δόλωμα, η σαγήνη, το μέσο με το οποίο σαγηνεύεται κάποιοςἰξός ὀμμάτων», Λουκιαν.)
3. φιλάργυρος, φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιο αν πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λ. Εικάζεται συγγένεια με το λατ. viscum «ιξός», το αρχ. άνω γερμ. wihsela «βύσσινο» και το ρωσ. višnja «κεράσι».
ΠΑΡ. ιξεύω, ιξία, ιξώδης
αρχ.
ιξίνη
(αρχ. -μσν.) ιξώ
μσν.
ιξίον νεοελλ. ιξερός.
ΣΥΝΘ. ιξοβόρος, ιξοφόρος
αρχ.
ιξοβόλος, ιξοβολώ, ιξοειδής, ιξοεργός, ιξοποιώ, ιξοφάγος, ιξοφορεύς
μσν.
ιξόμελι
νεοελλ.
ιξόβεργα].