ἰξίνη
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, = ἰξία 11, pine-thistle, Atractylis gummifera, Thphr. HP 6.4.3; ἄκανθα ἡ ἰ. ib.9.1.2, al.: confused with ἑλξίνη by Plin.HN21.94,22.41.
German (Pape)
[Seite 1255] ἡ, eine niedrige, distelähnliche Stachelpflanze, von der man eine Art Mastix sammelte, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξίνη: ῑ, ἡ, εἶδος ἀκάνθης, ἀκάνθης τῆς ἰξίνης καλουμένης, ἐξ ἧς συνήγετο ἡ μαστίχη, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2.
Greek Monolingual
ἰξίνη, ἡ (Α) ιξός
το φυτό ατρακτυλίς η κομμιοφόρος.