μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
ἰξόμελι, τὸ (Μ)η υγρή πυκνόρρευστη ουσία που βγαίνει από τον ιξό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + μέλι.