ιξόμελι

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

ἰξόμελι, τὸ (Μ)
η υγρή πυκνόρρευστη ουσία που βγαίνει από τον ιξό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + μέλι.