ἰξός
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
ὁ,
A oak mistletoe, Loranthus europaeus, Arist.GA715b30, Dsc. 3.89.
2 mistletoe berry, Thphr. CP 2.17.8.
II birdlime prepared from the mistletoe-berry, E.Cyc.433; θηρευτὴς ἰξός AP5.99.
b oak gum, used for the same purpose, Ath.10.451d, cf. Plu.Cor.3, Philox. ap. Gal.13.742.
c any sticky substance, Hp.Mul.1.74, IG 12.314.42 (ἱ-), 22.1673.63.
2 metaph., ἰξὸς ὀμμάτων of one who causes the eyes to be fixed upon him, Tim.Com.2; ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν πράγματι Luc.Hist.Conscr.57; καθάπερ ἰξῷ τινι προσέχεται τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχή Id.Cat.14.
b skinflint, miser, Ar.Fr.718. (Prob. ϝιξός, cf. Lat. viscum, viscus.)
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ (vielleicht mit ἴσχω verwandt, das Festhaltende, od. mit κισσός), die Mistel, eine Schmarotzerpflanze, auch die Beeren derselben u. der daraus bereitete Vogelleim; ὥσπερ πρὸς ἰξῷ τῇ κύλικι λελημμένος Eur. Cycl. 432; θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν Plut. Coriol. 3. – Übertr., ein schmutzig geiziger Mensch, gleichsam klebrig, B. A. 43, mit einem frg. des Ar. belegt, vgl. Lob. zu Phryn. p. 399.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 gui, plante;
2 glu préparée avec la baie du gui ; appât ou piège à la glu ; fig. ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν πράγματι LUC ayant évité le piège tendu pour empêcher l'affaire.
Étymologie: cf. lat. viscum.
Russian (Dvoretsky)
ἰξός: ὁ
1 бот. омела (Viscum album, по друг. - Loranthus europaeus) Arst., Plut.;
2 птичий клей (из ягод омелы): ὥσπερ πρὸς ἰξῷ τῇ κύλικι λελημμένος Eur. (Полифем), словно (птица) к клею, припавший к чаше;
3 западня, ловушка (τὸν ἰξὸν ἐκφυγεῖν Luc.);
4 скупец, скаред Arph.;
5 варикозное вздутие вены (ἰξῶν μεγάλων ἀνάπλεως ἄμφω τὰ σκέλη γεγονώς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰξός: ὁ, Λατ. viscum, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον κυρίως ἐπὶ τῆς δρυὸς καὶ ἔχον φύλλα ὅμοια πρὸς τὰ τῆς πύξου, φύεται δὲ καὶ ἐπὶ ἄλλων δένδρων, ὡς τῆς μηλέας καὶ τῆς ἀπίου· εὑρίσκεται δὲ καὶ πρὸς τὰς ῥίζας θάμνων τινῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 11, Διοσκ. 3. 93 (103). ΙΙ. ὁ καρπὸς αὐτοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 8. ΙΙΙ. ἡ κόλλα ἢ κολλητικὴ ὕλη ἡ ἐκ τοῦ καρποῦ παρασκευαζόμενη, Λατ. viscum, Εὐρ. Κύκλ. 433, Πλουτ. Κορ. 3· «Ἴων δ’ ἐν Φοίνικι ἢ Καινεῖ δρυὸς ἱδρῶτα εἴρηκε τὸν ἰξὸν» Ἀθήν. 451D: ― πᾶσα κολλώδης οὐσία, Ἱππ. 621. 13. 2) μεταφ. ἰξὸς ὀμμάτων, ὁ ἑλκύων τὴν ἀτενῆ προσοχὴν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἄλλων, Τιμόθ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐκφυγὼν τὸν ἐν πράγματι Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57· καθάπερ ἰξῷ τινι προσέχεται τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχὴ ὁ αὐτ. ἐν Κατάπλ. 14. β) ὡς τὸ γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος, «σφιχτός», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 620· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 399. (Κατ’ ἀρχὰς φαίνεται ὅτι ἦτο ϝιξός, πρβλ. Λατ. viscum, viscus.
Greek Monolingual
και οξός, ο (ΑΜ ἰξός)
1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ
2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
κοινή ονομασία ορισμένων φυτών που παράγουν κολλώδη ουσία
μσν.
παγίδα, δόλωμα
αρχ.
1. κάθε κολλώδης ουσία
2. το δόλωμα, η σαγήνη, το μέσο με το οποίο σαγηνεύεται κάποιος («ἰξός ὀμμάτων», Λουκιαν.)
3. φιλάργυρος, φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιο αν πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λ. Εικάζεται συγγένεια με το λατ. viscum «ιξός», το αρχ. άνω γερμ. wihsela «βύσσινο» και το ρωσ. višnja «κεράσι».
ΠΑΡ. ιξεύω, ιξία, ιξώδης
αρχ.
ιξίνη
(αρχ. -μσν.) ιξώ
μσν.
ιξίον νεοελλ. ιξερός.
ΣΥΝΘ. ιξοβόρος, ιξοφόρος
αρχ.
ιξοβόλος, ιξοβολώ, ιξοειδής, ιξοεργός, ιξοποιώ, ιξοφάγος, ιξοφορεύς
μσν.
ιξόμελι
νεοελλ.
ιξόβεργα].
Greek Monotonic
ἰξός:I. ιξός, γκυ, Λατ. viscum, παρασιτικό φυτό που φυτρώνει κυρίως στη βελανιδιά, αλλά και σε άλλα δέντρα (μηλιά, αχλαδιά), σε Αριστ.
II. 1. κόλλα που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού ιξός, σε Ευρ.
2. μεταφ., ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν πράγματι, σε Λουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: mistletoe, mistletoe berry, the bird-lime prepared from it, metaph. of all kinds of sticky stufs (Hp., E., Ar., Arist., Thphr.).
Compounds: As 1. member e. g. in ἰξοβόρος name of thrush, Turdus viscivorus (Arist.).
Derivatives: ἰξία misteltoe (derived from ἰξός = bitd-lime?; cf. Strömberg Theophrastea 114), also name of a thistle, χαμαιλέων λευκός, Atractylis gummifera (in this meaning also ἰξίνη [Thphr., Strömberg 86]), name of a disease, varicose vein, cf. Scheller Oxytonierung 42 (Arist., Thphr.); ἰξίας m. a thistle, χαμαιλέων μέλας, Cardopatium corymbiferum (Dsc.) with ἰξιόεις made of ἰξίας (Nic.); ἰξίον leaf of the χαμαιλέων λευκός (Gal.); ἰξώδης lime-like, sticky (Hp., Luc.). Denomin.: 1. ἰξεύω catch with bird-lime (Artem., Poll.); from there ἰξευτής birdcatcher (LXX, Bion) with ἰξευτικός, also ἰξευτήρ (Man.), f. -εύτρια (Plu.; Τύχη ἰξεύτρια = Fortuna viscata); 2. ἰξόομαι be smeared with bird-lime (Thphr.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.
Etymology: Old cultural word identical with synonymous Lat. viscum (viscus). One considers Germanic and Slavic names for cherry (as used for preparing bird-lime), e. g. OHG wīhsela morello, Russ. etc. víšnja cherry. Details in Bq, WP. 1, 313, W.-Hofmann s. viscum, Vasmer Russ. et. Wb. s. víšnja. DELG asks whether the word is IE.
Frisk Etymology German
ἰξός: {iksós}
Grammar: m.
Meaning: die Mistel, die Mistelbeere, der daraus bereitete Vogelleim, auch übertr. von allerlei klebrigen Stoffen (Hp., E., Ar., Arist., Thphr. usw.).
Composita : Als Vorderglied z. B. in ἰξοβόρος N. einer Drosselart, Turdus viscivorus (Arist.).
Derivative: Davon ἰξία Mistel (von ἰξός = Vogelleim abgeleitet?; vgl. Strömberg Theophrastea 114), auch N. einer Distel, χαμαιλέων λευκός, Atractylis gummifera (in dieser Bed. auch ἰξίνη [Thphr., Strömberg 86]), N. einer Krankheit, Krampfadern, vgl. Scheller Oxytonierung 42 (Arist., Thphr. u. a.); ἰξίας m. Distelart, χαμαιλέων μέλας, Cardopatium corymbiferum (Dsk. u. a.) mit ἰξιόεις aus ἰξίας gemacht (Nik.); ἰξίον Blatt des χαμαιλέων λευκός (Gal.); ἰξώδης leimartig, klebrig (Hp., Luk.). Denominativa: 1. ἰξεύω mit Vogelleim fangen (Artem., Poll.); davon ἰξευτής Vogelsteller (LXX, Bion usw.) mit ἰξευτικός, auch ἰξευτήρ (Man.), f. ἰξεύτρια (Plu.; Τύχη ἰξεύτρια = Fortuna viscata); 2. ἰξόομαι mit Vogelleim bestrichen werden (Thphr.).
Etymology : Als altes Kulturwort mit dem synonymen lat. viscum (viscus) identisch; in Betracht kommen noch germanische und slavische Benennungen der Kirsche (weil zur Bereitung von Vogelleim verwendet), z. B. ahd. wīhsela Weichselkirsche, russ. usw. víšnja Kirsche. Einzelheiten mit Lit. bei Bq, WP. 1, 313, W.-Hofmann s. viscum, Vasmer Russ. et. Wb. s. víšnja. Ganz fraglich toch. A wiskāñc ‘Schlamm (?)’ (Duchesne-Guillemin BSL 41, 166; anders v. Windekens Lex. étymol.: zu aind. viṣ- faeces usw.).
Page 1,728-729
Middle Liddell
ἰξός, ὁ,
I. mistletoe, Lat. viscum, Arist.
II. birdlime prepared from the mistletoe berry, Eur.
2. metaph., ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν πράγματι Luc.