ιοδερκής
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
ἰοδερκής, -ές (Α)
αυτός που έχει μενεξεδιά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. οξυδερκής, πανδερκής.]