ιστάω

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ἱοτάω (Α)
ίστημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεματικός παράλλ. τ. του ἵστημι.