Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
ή
ναυτ.
1. πλους με ιστιοφόρο πλοίο
2. αγώνες ταχύτητας με ιστιοφόρα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοπλόος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].