ισχνοκαλαμώδης

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ἰσχνοκαλαμώδης, -ες (Α)
(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες.