ισχνοκαλαμώδης

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source

Greek Monolingual

ἰσχνοκαλαμώδης, -ες (Α)
(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες.