ισχνόκωλος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

ἰσχνόκωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχνά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + κῶλον.