ἰσχνόκωλος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ἰσχνόκωλον, with thin limbs, Antyll. ap. Orib.7.16.15.
German (Pape)
[Seite 1272] mit dünnen Gliedern, Sp.
Greek Monolingual
ἰσχνόκωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχνά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + κῶλον.