ιυγμός

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ἰυγμός, ὁ (Α) ιύζω
1. βοή, κραυγή χαράς
2. κραυγή οδύνης.