ιύζω
From LSJ
Greek Monolingual
ἰύζω (Α)
1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ' ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.)
2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.)
3. βουίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και υποχωρητικό παρ. του ρ. ἰύζω. Η λ. μαρτυρείται άλλοτε με μακρό ἰ- και άλλοτε με βραχύ.
ΠΑΡ. ιυγή, ίυγμα, ιυγμός, ιυκτής].