ιχθυϊκός

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰχθυϊκός, -ή, -όν) ιχθύς
νεοελλ.
αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια
αρχ.
1. ιχθυηρός
2. επιγρ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ ἰχθυϊκή και τὰ ἰχθυϊκά
φόρος εισαγωγής ψαριών.