κάλπης

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. κάλπισσα
κίβδηλος άνθρωπος, απατεώνας, ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalp].