Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ο, θηλ. κάλπισσακίβδηλος άνθρωπος, απατεώνας, ψεύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalp].