κάψουλα

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

και καψούλα, η και καψούλι, το
(φαρμ.) ωοειδές σφαιρικό ή κυλινδρικό περίβλημα προορισμένο να περιλάβει ένα φάρμακο υπό μορφή είτε σκόνης είτε παχύρρευστου ή λεπτόρρευστου υγρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsula < capsa «θήκη, κιβώτιο»).