κάψουλα

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

και καψούλα, η και καψούλι, το
(φαρμ.) ωοειδές σφαιρικό ή κυλινδρικό περίβλημα προορισμένο να περιλάβει ένα φάρμακο υπό μορφή είτε σκόνης είτε παχύρρευστου ή λεπτόρρευστου υγρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsula < capsa «θήκη, κιβώτιο»).