κέκτημαι

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek Monotonic

κέκτημαι: παρακ. του κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

κέκτημαι: pf. к κτάομαι.