καίαρ

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Russian (Dvoretsky)

καίαρ: τό (только nom. и acc. sing.) ременная петля (пращи) (Arst. - v. l. βάρος).