καβγατζής

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

και καυγατζής, ο θηλ. καβγατζού
αυτός που καβγαδίζει συχνά, επιρρεπής στους καβγάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επίθ. caνga-ci < caνga «καβγάς»].