καινοποιία
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
Greek Monolingual
καινοποιία, ἡ (Α) καινοποιώ
πλήρης αλλαγή, μεταβολή, νεωτερισμός.
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
καινοποιία, ἡ (Α) καινοποιώ
πλήρης αλλαγή, μεταβολή, νεωτερισμός.