δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
καινόρραφος: -ον, νεωστὶ ῥαφείς, Θ. Στουδ. Cod. Par. 891, fol. 166 ro.
καινόρραφος, -ον (Μ)ο ραμμένος πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -ρραφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. άρραφος, πολύρραφος].