καινώ

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

(I)
καινῶ, -έω (Α) καινός
επιζητώ νεωτερισμούς.
(II)
καινῶ, -όω (Α) καινός
1. καθιστώ κάτι νέο, μεταβάλλω, αλλάζω
2. τελώ τα εγκαίνια ενός οικοδομήματος, εγκαινιάζω
3. ανακαινίζω, ανανεώνω.