κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
καλαμοκεντρῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)πάπ. (ενν. γη) τόπος κατάφυτος από ακανθώδη φυτά, από αγκάθια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κεντρίτης «ακανθωτός»].