ακανθωτός

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀκανθωτός, -ή, -ὸν) νεοελλ. και αγκαθωτός, -ή, -ό ἄκανθα
αυτός που έχει αγκάθια, αγκαθερός, ακανθώδης.