καλαμοκεντρίτις
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
καλαμοκεντρῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
πάπ. (ενν. γη) τόπος κατάφυτος από ακανθώδη φυτά, από αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κεντρίτης «ακανθωτός»].