καλεστικός
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
καλεστικός, ὁ (Μ) καλώ
1. αυτός που σχετίζεται με πρόσκληση
2. μισθοφορικός («φουσσάτον καλεστικόν»)
3. το θηλ. ως ουσ. η καλεστική
η πρόσκληση.