γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
καλεστικός, ὁ (Μ) καλώ1. αυτός που σχετίζεται με πρόσκληση2. μισθοφορικός («φουσσάτον καλεστικόν»)3. το θηλ. ως ουσ. η καλεστικήη πρόσκληση.