καλοκαρδίζω
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Greek Monolingual
(Μ καλοκαρδίζω) καλόκαρδος
1. (μτβ.) κάνω κάποιον χαρούμενο, ευτυχισμένο
2. (αμτβ.) χαίρομαι, είμαι ευχαριστημένος, ευθυμώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαρδισμένος, -η, -ο(ν)
χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος
νεοελλ.
(με ειρωνική διάθ. για δυσάρεστα συμβάντα) κακοκαρδίζω («ἔμαθα τα μαντάτα πρωί-πρωί και καλοκάρδισα»).