καλοκαρδίζω

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

καλοκαρδίζω) καλόκαρδος
1. (μτβ.) κάνω κάποιον χαρούμενο, ευτυχισμένο
2. (αμτβ.) χαίρομαι, είμαι ευχαριστημένος, ευθυμώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαρδισμένος, -η, -ο(ν)
χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος
νεοελλ.
(με ειρωνική διάθ. για δυσάρεστα συμβάντα) κακοκαρδίζω («ἔμαθα τα μαντάτα πρωί-πρωί και καλοκάρδισα»).