καλοσυνάτος

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
καλοσυνάτος) καλοσύνη
1. καλός, γαλήνιος, ήπιος, μαλακός (α. «καλοσυνάτο παιδί» β. «καλοσυνάτος καιρός»)
2. (για πληγή) αυτός που είναι σε στάδιο επουλώσεως, βελτιώσεως.
επίρρ...
καλοσυνάτα
με καλοσύνη με καλή καρδιά, καλοπροαίρετα («και πάλ' εγώ να κάμω καλοσυνάτα ό,τι μπορώ» Ερωτόκρ.).